- πειθαρχείο(ν)
- το воен, гауптвахта (помещение)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πειθαρχείο(ν) — το 1. στρατιωτικό κρατητήριο όπου κρατούνται κατά τη διάρκεια τής νύχτας και τού ελεύθερου χρόνου τής ημέρας οι στρατιώτες που έχουν τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης ή κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 24ώρου αν έχουν τιμωρηθεί με αυστηρά φυλάκιση 2.… … Dictionary of Greek
πειθαρχείο — το στρατιωτική φυλακή για ελαφρές ποινές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — το 1. τόπος σωφρονισμού, πειθαρχείο. 2. είδος φυλακής, η σωφρονιστική φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριάρα — η 1. ποσό που έχει τρεις μονάδες. 2. (στο στρατό), τριήμερη φυλάκιση: Είναι στο πειθαρχείο με τριάρα. 3. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τρεις βόλους πάνω σε διάγραμμα που έχει το σχήμα κλεισμένου φακέλου. 4. πληθ., τριάρες, οι η περίπτωση όπου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)